Ορίζεται ως η κατάσταση που προκύπτει όταν υπάρχει μια διαφυγή εγκεφαλονωτιαίου υγρού και η προκαλούμενη κεφαλαλγία μπορεί να είναι από πολύ ήπια και αβληχρή μέχρι πολύ έντονη. Ο εγκέφαλος φυσιολογικά περιβάλλεται και εμπεριέχει μια ποσότητα υγρού που λέγεται εγκεφαλονωτιαίο, το οποίο βρίσκεται μεταξύ αυτού και του περιβλήματος των μηνίγγων. Όταν η πίεση αυτού του υγρού είναι πολύ χαμηλή, όπως όταν υπάρχει μια μικρή διαφυγή αυτού, όταν ιδίως ο ασθενής είναι σε όρθια θέση και το υγρό αυτό υπερπαροχετεύεται λόγω βαρύτητος, ο εγκέφαλος μένει χωρίς το <<μαξιλάρι>> προστασίας του υγρού και κατακάθεται επί των μηνίγγων, ασκώντας τάση στις μήνιγγες που τον περιβάλλουν και τα νεύρα που τις νευρώνουν και προκαλούν κεφαλαλγία.
Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι η κεφαλαλγία που επιδεινώνεται όταν ο ασθενής βρίσκεται σε όρθια θέση και βελτιώνεται άμεσα με την κατάκλιση (οριζόντια θέση ) του αρρώστου. Οι ασθενείς χαρακτηριστικά δεν αναφέρουν κεφαλαλγία όταν ξυπνούν το πρωί και πριν σηκωθούν, ενώ γρήγορα αιτιώνται κεφαλαλγία μετά την έγερση. Ο πόνος εντοπίζεται κυρίως στην οπίσθια αυχενική περιοχή και αντανακλά στον αυχένα, ενίοτε δε συνδυάζεται και με ναυτία. Σπανιότερα διαπιστώνονται σημαντικότερες νευρολογικές διαταραχές από την αύξηση της τάσης των εγκεφαλικών νεύρων και την προς τα κάτω μετατόπιση του εγκεφάλου.
Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει ένα εμφανές αίτιο για την διαφυγή του υγρού, όπως μια προηγηθείσα παρακέντηση ή μια εγχείρηση της οσφυϊκής μοίρας ή μια κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Στις περιπτώσεις όπου η κεφαλαλγία σε όρθια θέση αναπτύσσεται μετά από σαφές πιθανό αίτιο, η διάγνωση είναι εύκολο να τεθεί. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου δεν διαπιστώνεται μια σαφής προδιαθεσική κατάσταση ή περιπτώσεις όπου η διαρροή ακολουθεί ένα έλασσον, μη αναγνωρισθέν τραύμα ή μια απότομη αύξηση της ενδοεγκεφαλικής πίεσης μετά από έντονο βήχα.
Η κατάσταση αυτή μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολο να διαπιστωθεί, ειδικά σε καταστάσεις όπου δεν υπάρχουν σαφείς προδιαθεσικοί παράγοντες.
Η αρχική αντιμετώπιση είναι συντηρητική και περιλαμβάνει την κατάκλιση και την λήψη αυξημένης ποσότητας υγρών. Εάν η θεραπεία αυτή αποτύχει, απαιτείται χειρουργική επιδιόρθωση του ανοίγματος της μήνιγγος με μόσχευμα μήνιγγος που λαμβάνεται από τον ίδιο τον ασθενή. Όταν δεν έχει εντοπισθεί η ανατομική εντόπιση της βλάβης, η θεραπεία περιλαμβάνει την τοποθέτηση και συρραφή επί της μήνιγγας ενός μεγάλου εύρους μοσχεύματος στην πιο πιθανή περιοχή της διαρροής. Σε περιπτώσεις όπου το σημείο της διαφυγής είναι γνωστό και προσβάσιμο από την μύτη, προτιμάται η ενδοσκοπική ενδορινική σύγκλιση του χάσματος.
Η κατάσταση αυτή μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολο να διαπιστωθεί, ειδικά σε καταστάσεις όπου δεν υπάρχουν σαφείς προδιαθεσικοί παράγοντες.
Η αρχική αντιμετώπιση είναι συντηρητική και περιλαμβάνει την κατάκλιση και την λήψη αυξημένης ποσότητας υγρών. Εάν η θεραπεία αυτή αποτύχει, απαιτείται χειρουργική επιδιόρθωση του ανοίγματος της μήνιγγος με μόσχευμα μήνιγγος που λαμβάνεται από τον ίδιο τον ασθενή. Όταν δεν έχει εντοπισθεί η ανατομική εντόπιση της βλάβης, η θεραπεία περιλαμβάνει την τοποθέτηση και συρραφή επί της μήνιγγας ενός μεγάλου εύρους μοσχεύματος στην πιο πιθανή περιοχή της διαρροής. Σε περιπτώσεις όπου το σημείο της διαφυγής είναι γνωστό και προσβάσιμο από την μύτη, προτιμάται η ενδοσκοπική ενδορινική σύγκλιση του χάσματος.
Βιβλιογραφία
Δείτε τις συχνές ερωτήσεις εδώ.
Κηφισίας 296 & Ναυαρίνου 40, ΤΚ 152 32, Χαλάνδρι
Τηλ: (+30) 210 6826090
Email: [email protected]
Δευτέρα – Παρασκευή: 09:00-17:00
Σάββατο 09:00-15:00
Λεωφόρος Κεννεντυ 64, 1076, Λευκωσία
Τηλ: (+357) 99291253
Email: [email protected]
Δευτέρα – Παρασκευή: 09:00-17:00
Designed & Created by MDesigners | Πολιτική Απορρήτου | Όροι χρήσης